- παιδαγωγήσῃ
- παιδαγωγέωattend as aaor subj mid 2nd sgπαιδαγωγέωattend as aaor subj act 3rd sgπαιδαγωγέωattend as afut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδαγώγηση — η (Α παιδαγώγησις) [παιδαγωγώ] η αγωγή τών παιδιών, η διαπαιδαγώγηση («αἱ τῶν ὀλισθηρῶν ὀφθαλμῶν παιδαγωγήσεις», Κλήμ.) … Dictionary of Greek
παιδαγώγηση — η η καθοδήγηση, η ανατροφή του παιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλούχηση — η 1. ο θηλασμός, το βύζαγμα: Η μητέρα σταμάτησε τη γαλούχηση του μωρού μετά τον έκτο μήνα. 2. η ανατροφή, η παιδαγώγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)